αλάφρωμα

αλάφρωμα
το [αλαφρώνω]
το ελάφρωμα*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάφρωμα — το, ατος ξαλάφρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροσύνη — η [αλαφρός] 1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα 2. αμεριμνησία, ευθυμία 3. επιπολαιότητα, ανοησία 4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου …   Dictionary of Greek

  • αλαφρώνω — ελαφρώνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ἐλαφρῶ*. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάφρωμα] …   Dictionary of Greek

  • ανακούφιση — η (Α ἀνακούφισις) [ἀνακουφίζω] 1. ελάφρυνση από βάρος, αλάφρωμα 2. απαλλαγή από σωματικά ή ψυχικά βάρη και πόνους, απόκτηση ή αποκατάσταση τής ηρεμίας, ξαλάφρωμα νεοελλ. 1. βοήθεια, ενίσχυση, συνδρομή 2. καταπράυνση, παρηγοριά 3. αποπάτηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”